Ξεφτίζουν εύκολα τα φθηνά ρούχα. Σαν τους ανθρώπους. Χαμένοι στα ίχνη που έσβησε το χιόνι της μνήμης.
Γυναίκες. Μακρυά από την πρώτη νιότη, λάμπουν στον χρόνο. Η ομορφιά, απέριττο στολίδι. Δεν ψάχνει ανθρώπου κατασκευές.
Διαβάζεις λέξη λέξη το παραμύθι. Χωρίς ανάσα, λαίμαργα. Εικόνες χορεύουν μέσα στα μάτια σου. Αυτή μπορεί να πετά. Να γίνεται σταγόνα. Η μυρωδιά της. Τυλίγει τη ζωή σου. Ανοίγεις τα μάτια και είναι εκεί. Σε κόσμο που δεν εξερευνά. Δεν ανακαλύπτει. Εσύ ζείς το αιώνιο μυστικό. Αυτό που όσοι έμαθαν δεν μαρτυρούν.
Εγωϊσμός. Να αναπνέεις το πείσμα για τη νίκη που ζητάει να ανακαλύψει καινούργια όρια στην θέληση σου.
After a week with so many words, there comes a pause on Sunday. The big day when God doesn’t ask anything from us.
This day with its own routine that does not even look like this relentless search for balance between what happened recently, those that are coming, and the dreams that beg our effort.
Sunday, a station that is becoming the calm sea in which we stay afloat, as the distance to our dreams is getting shorter.
Sunday, a line that we don’t want to face when we’ve lost the magnetic north of our route.